Του Οσίου πατρός ημών Αντωνίου του Μεγάλου
Δέν πρέπει να λέη κανένας πώς δέν εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο να πραγματοποιήση τὴν ἐνάρετη ζωή, ἀλλά πώς δὲν εἶναι εὔκολη. Καί δέν εἶναι εὔκολο κάτι τέτοιο στόν τυχόντα. Ἔχουν ἐνάρετη ζωή ὅσοι ἀπ᾿ τούς ἀνθρώπους εἶναι εὐσεβεῖς καί ἔχουν νοῦν θεοφιλῆ*, γιατί ὁ κοινός νοῦς, ὁ συνηθισμένος νοῦς, εἶναι κοσμικός καί εὐμετάβολος, μιά που σκέφτεται καί καλά καί κακά, μια πού ἀλλοιώνεται ἡ φύση του καί προσαρμόζεται πρός τὰ ὑλικά πράγματα. Ὁ θεοφιλής ὁμως νοῦς εἶναι τιμωρός τῆς κακίας πού οἱ ἄνθρωποι ἀποχτοῦν αὐτόμα-τα ἐξαιτίας τῆς ραθυμίας.
Οἱ ἀγράμματοι καί ἁπλοί ἄνθρωποι θεωροῦν γελοίους τούς λόγους καί δέν θέλουν νὰ τοὺς ἀκοῦνε, ἐπειδή ἐλέγχεται ἡ ἀμορφωσιά τους καί θέλουν νὰ εἶναι ὅλοι ὅμοιοί τους. Το ἴδιο καί ὅσοι ζοῦν ἀκόλαστη ζωή καί δέν ἔχουν χαλινάρι στούς τρόπους τους. Προσπαθοῦν ὅλοι νὰ εἶναι χειρότεροι ἀπό αὐτούς, νομίζοντας πώς θα πετύχουν να μείνουν ἀκατηγόρητοι ἐξαιτίας τῆς πολλῆς κακίας γύρω τους. Χάνεται καί θολώνεται ἡ ἄτονη ψυχή ἀπ᾿ τὴν κακία πού ἔχει μέσα της, ἀσωτία, ὑπερηφάνεια, ἀπληστία, ὀργή, αὐθάδεια, μανία, φόβο, θρῆνο, φθόνο, πλεονεξία, ἁρπαχτική διάθεση, κόπο,ψεῦδος, ἡδονή, νωθρότητα, λύπη, δειλία, ἀρρώστια, μῖσος, κατάκριση, ἀδυναμία, πλάνη, ἄγνοια, ἀπάτη, λησμοσύνη Θεοῦ. Μ᾿ αὐτά καί τὰ ὅμοιά τους τιμωριέται ἡ ἄθλια ψυχή που χωρίζει τὸν ἑαυτό της ἀπ᾿ τὸν Θεό.
*Θεοφιλής: αυτός που αγαπάει ο Θεός. Φιλόθεος: αυτός που αγαπάει τον Θεό.


