Ἦτον τις γυνή ἐνάρετος πολλά και ἁγιωτάτη, ἣτις ἐκοινώνα πᾶσαν Κυριακήν με πολλήν εὐλάβειαν και ἀγαλλίασιν πνεύματος. Και (το θαυμασιώτερον και ἐκπλήξεως ἂξιον) ἀπό την χάριν τῆς ἁγίας αὐτῆς Μεταλήψεως ἐφυλάγετο ὑγιής ὃλην την ἑβδομάδα, χωρίς ποσῶς να δοκιμάσῃ τροφήν ἐπίγειον, εἰ μη μόνον την ἁγίαν Ἀναφοράν.
Ὁ δε ἐνορίτης αὐτῆς ἀνέφερε ταύτην την θαυματουργίαν τῷ Ἐπισκόπῳ, ὃστις τοῦ εἶπε να τῆς δώσῃ να φάγῃ ἂρτον ἁπλοῦν, να μην ἦναι ἡγιασμένος, διά να ἱδοῦσι ἐάν ἀπό θείαν χάριν και δύναμιν τῆς ἢρχετο τοιαύτη βοήθεια, ἢ ἐκ φαντασίας και πλάνης τοῦ δαίμονος. Ἡ γοῦν γυνή ἒφαγεν τον ἂρτον, νομίζουσα, ὃτι ἡτον Σῶμα Κυριακόν, ὡς ταῖς ἂλλαις φοραῖς, και ἀπελθοῦσα εἰς την οἰκίαν της, ἐπείνασε τόσον ὁπου δεν ἐδύνατο να υποφέρη·ὃθεν ἒδραμε εἰς τον Πνευματικόν κλαίουσα, και εἲπε του, ὃτι διά τάς ἀμαρτίας αὐτῆς την ὑστέρησεν ὁ Θεός τῆς προτέρας χάριτος, και δεν ἐδύνατο πλέον να κάμῃ μίαν ὣραν νῆστις. Ταῦτα μαθών ὁ Ἐπίσκοπος, την ἐκοινώνησε τον ἃγιον Ἂρτον , και εὐθής ἡ πεῖνα ἠφανίσθη, και πᾶσα ἀνάγκη και χρεία τοῦ σώματος. Ὃθεν ἐγνώσθη σαφέστατα , ὃτι ἀπό την χάριν τοῦ ἱεροῦ Ἂρτου ἐφυλάγετο ὃλην την ἐβδομάδα ἂσιτος και πλέον δεν την ἐμπόδισεν ὁ Ἀρχιερεύς ἀπό την θείαν Μετάληψιν.


