Χωρὶς δὲ τὴν πίστιν εἶναι ἀδύνατον νὰ εὐαρεστήσῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν Θεόν· διότι ἐκεῖνος ποὺ προσέρχεται εἰς τὸν Θεὸν πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ πιστεύσῃ πρῶτον μὲν ὅτι ὑπάρχει Θεός, καὶ δεύτερον, ὅτι ὁ Θεὸς ἀποδίδει πάντοτε τὸν δίκαιον μισθὸν εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀναζητοῦν καὶ προσέρχονται εἰς αὐτὸν καὶ τηροῦν τὸ θέλημά του.

Published by

on

1 Εστὶ δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων.
2 Ἐν ταύτῃ γὰρ ἐμαρτυρήθησαν οἱ πρεσβύτεροι.
3 Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ρήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι

6 Χωρὶς δὲ πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι· πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἐστὶ καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται.

(Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα)

ΕΠΙΣΤΟΛΗ προς ΕΒΡΑΙΟΥΣ -Κεφ. ΙΑ

1 Εἶναι δὲ πίστις, ἡ ἀδίστακτος καὶ ἀκλόνητος πεποίθησις εἰς τὴν πραγματικὴν καὶ βεβαίαν ὕπαρξιν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἐλπίζομεν· ἀπόδειξις καὶ βεβαιότης περὶ πραγμάτων, ποὺ δὲν βλέπονται μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος καὶ τὰ ὁποῖα ἐν τούτοις χάρις εἰς αὐτὴν εἶναι σὰν νὰ τὰ βλέπομεν μὲ τὰ μάτια μας καὶ νὰ τὰ πιάνωμεν μὲ τὰ χέρια μας.
2 Ἕνεκα δὲ αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ζωντανῆς πίστεως ἐπῆραν τὴν καλὴν μαρτυρίαν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ οἱ παλαιότεροι, οἱ δίκαιοι τῆς Π. Διαθήκης.
3 Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πίστιν πληροφορούμεθα καὶ ἐνοοῦμεν καλά, ὅτι ὁ ὁρατὸς κόσμος, ποὺ ἔλαβεν ὕπαρξιν ἐν χρόνῳ, ἐδημιουργήθη μὲ τὸν παντοδύναμον λόγον τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὅσα δημιουργήματα βλέπομεν τώρα, νὰ ἔχωμεν βεβαίαν τὴν πεποίθησιν ὅτι ἔχουν γίνει ἀπὸ μὴ ὑπάρχοντα καὶ τὰ ὁποῖα φυσικὰ δὲν ἐφαίνοντο εἰς τὰ σωματικὰ μάτια.
4 Χάρις εἰς τὴν πίστιν, ποὺ εἶχεν ὁ Ἄβελ, ἐπρόσφερεν εἰς τὸν Θεὸν τελειοτέραν θυσίαν ἀπὸ τὸν Κάϊν. Διὰ τὴν πίστιν του δὲ αὐτήν, τοῦ ἐδόθη ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἡ μαρτυρία, ὅτι εἶναι δίκαιος· διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπεβεβαίωσεν, ὅτι ἐδέχθη εὐαρέστως τὰ δῶρα τῆς θυσίας του. Καὶ χάρις εἰς τὴν πίστιν του ὁ Ἄβελ, καίτοι ἔχει ἀποθάνει πρὸ πολλοῦ, διαλαλεῖται ὡς δίκαιος καὶ ἐγκωμιάζεται.
5 Διὰ τὴν πίστιν τοῦ ὁ Ἐνὼχ μετετέθη ζωντανὸς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον, διὰ νὰ μὴ ἵδῃ θάνατον καὶ δὲν εὑρίσκετο πλέον εἰς τὴν γῆν, διότι τὸν εἶχε μεταθέσει ὁ Θεός. Διότι πρὸ τῆς μεταθέσεώς του αὐτῆς ἐδόθη δι’ αὐτὸν μαρτυρία, ὅτι εἶχεν εὐαρεστήσει μὲ τὴν ὅλην ζωήν του εἰς τὸν Θεόν.
6 Χωρὶς δὲ τὴν πίστιν εἶναι ἀδύνατον νὰ εὐαρεστήσῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν Θεόν· διότι ἐκεῖνος ποὺ προσέρχεται εἰς τὸν Θεὸν πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ πιστεύσῃ πρῶτον μὲν ὅτι ὑπάρχει Θεός, καὶ δεύτερον, ὅτι ὁ Θεὸς ἀποδίδει πάντοτε τὸν δίκαιον μισθὸν εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀναζητοῦν καὶ προσέρχονται εἰς αὐτὸν καὶ τηροῦν τὸ θέλημά του.
7 Ἔνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Νῶε, πληροφορηθεὶς προφητικῶς ἀπὸ τὸν Θεὸν δι’ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἐβλέποντο ἀκόμη, ἔμελλαν ὅμως νὰ γίνουν, δηλαδὴ διὰ τὸν κατακλυσμόν, κατελήφθη ἀπὸ ἱερὸν δέος καὶ κατεσκεύασε τὴν κιβωτὸν διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς οἰκογενείας του. Μὲ τὴν ἀκλόνητον καὶ εὐλαβῆ δὲ αὐτὴν πίστιν του, διεβεβαίωσε καὶ ἀπέδειξεν, ὅτι ἦτο ἄξιος καταδίκης ὁ ἄπιστος καὶ ἁμαρτωλὸς κόσμος τῆς ἐποχῆς του. Καὶ χάρις εἰς τὴν πίστιν του αὐτὴν δὲν ἐσώθη μόνον ἀπὸ τὸν κατακλυσμόν, ἀλλ’ ἔγινε καὶ κληρονόμος τῆς δικαιώσεως, ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς εἰς τοὺς πιστούς.
8 Ἕνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Ἀβραάμ, καλούμενος ἀπὸ τὸν Θεόν, ὑπήκουσε νὰ ἐξέλθῃ καὶ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ νὲ μεταβῇ εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον ἐπρόκειτο νὰ λάβῃ ὡς κληρονομίαν του ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ πράγματι ἐξῆλθε, χωρὶς καὶ νὰ γνωρίζῃ ποῦ πηγαίνει.
9 Χάρις εἰς αὐτὴν τὴν πίστιν του κατώκησεν εἰς τὴν γῆν, ποὺ τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ Θεός, σὰν εἰς ξένην περιοχὴν καὶ ἔζησε μέσα εἰς σκηνὰς μαζῆ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ ἦσαν συγκληρονόμοι τῆς ἰδίας ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ.
10 Καὶ τοῦτο, διότι ἐπερίμενε μὲ πίστιν καὶ ἐλπίδα ἀκλόνητον τὴν ἐπουράνιον πόλιν, μὲ τὰ ἀδιάσειστα καὶ αἰώνια θεμέλια της, τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
11 Χάρις εἰς τὴν πίστιν της καὶ αὐτὴ ἡ στεῖρα καὶ πολὺ ἠλικιωμένη Σάρρα, ἐπῆρε δύναμιν, ὥστε νὰ καταβληθῇ καὶ ζωογονηθῇ εἰς αὐτὴν σπέρμα· καὶ μολονότι εἶχε περάσει πλέον ἡ ἡλικίᾳ της, ἐγέννησε τέκνον, ἐπειδὴ ἐθεώρησε κατὰ πάντα ἀξιόπιστον ἐκεῖνον, ποὺ τῆς εἶχε ὑποσχεθῆ, ὅτι θὰ ἀποκτοῦσε υἱόν.
12 Διὰ τὴν πίστιν αὐτὴν τῆς Σάρρας καὶ τοῦ Ἀβραὰμ ἐγεννήθησαν ἀπὸ ἔναν ἄνθρωπον, τὸν Ἀβραάμ, νεκρωμένον πλέον ἐξ αἰτίας τοῦ γήρατος ἀναρίθμητοι ἀπόγονοι σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ κατὰ τὸ πλῆθος καὶ σὰν τὴν ἄμμον τῆς ἀκροθαλασσιᾶς, ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ μετρηθῇ.
13 Ὅλοι αὐτοὶ ἀπέθαναν στερεωμένοι εἰς τὴν πίστιν καὶ εἰς τὴν ἐλπίδα, ποὺ γεννᾷ ἡ πίστις, χωρὶς ἐν τούτοις νὰ λάβουν τὰς ἐπαγγελίας. Ἀλλὰ τὰς εἶδαν ἀπὸ μακρὰν καὶ τὰς ἐδέχθησαν μὲ ὅλην των τὴν ψυχὴν καὶ ὡμολόγησαν μὲ τὰ ἔργα των καὶ μὲ τὰ λόγια των, ὅτι εἶναι ξένοι καὶ παρεπίδημοι ἐπάνω εἰς τὴν γῆν.
14 Διότι αὐτοί ποὺ ἔλεγαν τέτοια λόγια, ἐφανέρωναν καθαρά, ὅτι δὲν ἐπανεπαύοντο εἰς τὴν ἐπίγειον πατρίδα, ἀλλ’ ἐζητοῦσαν τὴν μόνιμον καὶ χαρμόσυνον πατρίδα, δηλαδὴ τὸν οὐρανόν.
15 Καὶ ἐὰν ἐνεθυμοῦντο ἐκείνην, τὴν ἐπίγειον πατρίδα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχαν ἐξέλθει, εἶχαν καὶ τὸν χρόνον καὶ τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἐπανέλθουν εἰς αὐτήν.
16 Τώρα ὅμως ἐπιθυμοῦν σφοδρῶς καλυτέραν καὶ τελειοτέραν πατρίδα, δηλαδὴ τὴν ἐπουράνιον. Δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δὲν αἰσθάνεται ἐξ αἰτίας των καμμίαν ἐντροπήν, νὰ ὀνομάζεται Θεός των. Τοὐναντίον εὐαρεστεῖται εἰς αὐτούς, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι τοὺς ἔχει ἑτοιμάσει ἐπουράνιον καὶ μακαρίαν πατρίδα.
17 Ἕνεκα τῆς μεγάλης του πίστεως ἐπρόσφερε θυσίαν τὸν Ἰσαὰκ ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ἐδοκιμάζετο ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ αὐτὸς ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε δεχθῇ καὶ πιστεύσει ὁλοψύχως εἰς τὰς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ὅτι διὰ τοῦ Ἰσαὰκ θὰ ἐγεννᾶτο ἀναρίθμητος λαός, ἐπρόφερε μὲ πίστιν τὸν μονάκριβον υἱόν του.
18 Διότι εἰς αὐτὸν εἶχε λεχθῇ προηγουμένως, ὅτι γνήσιοι ἀπόγονοι του θὰ ὠνομάζοντο αὐτοί, τοὺς ὁποίους θὰ εἶχεν ἀπὸ τὸν Ἰσαάκ.
19 Ἐσκέφθη ὅμως, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς καὶ ἱκανὸς καὶ ἐκ νεκρῶν νὰ ἀναστήσῃ τὸν Ἰσαάκ. Διὰ τὴν πίστιν τοῦ ἀκριβῶς αὐτὴν τὸν ἐπῆρε πάλιν, καὶ μάλιστα κατὰ τρόπον, ποὺ ὁ Ἰσαὰκ ἔγινε προεικόνισμα τῆς θυσίας καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
20 Ἐπειδὴ ἐπίστευσεν εἰς τὰς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ὁ Ἰσαάκ, εὐλόγησε τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἠσαῦ, δι’ ὅσα ἔμελλον νὰ συμβοῦν.
21 Μὲ πίστιν ὁ Ἰακώβ, ὅταν ἐπέθαινε, εὐλόγησε τὰ δύο παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τὰ προανήγγειλε ὡς ἀρχηγοὺς δύο φυλῶν καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Θεόν, στηριζόμενος, καθὸ γέρων πλέον, εἰς τὸ ἄκρον τῆς ράβδου του.
22 Χάρις εἰς τὴν πίστιν τοῦ ὁ Ἰωσήφ, ὅταν ἐπέθαινε, ἐνεθυμήθη ἐκεῖ, εἰς τὴν ἐπιθανάτιον κλίνην του, τὴν ἔξοδον τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον πρὸς τὴν γῆν Χαναὰν καὶ ἔδωσεν ἐντολὴν νὰ παραλάβουν μαζῆ των καὶ τὰ ὀστᾶ του.
23 Χάρις εἰς τὴν πίστιν τῶν γονέων του, ὅταν ἐγεννήθη ὁ Μωϋσῆς, ἐκρατήθη κρυμμένος ἀπὸ αὐτοὺς ἐπὶ τρεῖς μῆνες, διότι εἶδαν ὡραῖον καὶ χαριτωμένον τὸ παιδίον των, καὶ δὲν ἐφοβήθησαν τὸ διάταγμα τοῦ Φαραώ (ποὺ ἐπέβαλλε νὰ θανατώνωνται τὰ ἀρσενικὰ βρέφη τῶν Ἑβραίων).
24 Ἕνεκα τῆς πίστεως του ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἐμεγάλωσεν, ἠρνήθη νὰ ὀνομάζεται παιδὶ τῆς θυγατρὸς τοῦ Φαραώ, 
25 καὶ ἐπροτίμησε καλύτερον νὰ ταλαιπωρῆται καὶ νὰ κακοπαθῇ μαζῆ μὲ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ ἔχῃ πρόσκαιρον ἀπόλαυσιν μιᾶς ἁμαρτωλῆς καὶ τρυφηλῆς ζωῆς, σὰν βασιλόπουλο εἰς τὰ ἀνάκτορα.
26 Καὶ ἀπὸ τοὺς θησαυρούς, ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν δόξαν τῆς Αἰγύπτου, ἐθεώρησε μεγαλύτερον καὶ πολυτιμότερον πλοῦτον τὸ νὰ χλευάζεται καὶ νὰ περιφρονῆται, ὅπως βραδύτερον θὰ ὠνειδίζετο ὁ Χριστός. Διότι εἶχε προσηλωμένα τὰ μάτια του καὶ ἐπερίμενε μὲ πίστιν τῆς ἀνταμοιβήν, ποὺ θὰ τοῦ ἔδιδεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς οὐρανούς.
27 Χάρις εἰς τὴν πίστιν του ἐγκατέλειψε τὴν Αἴγυπτον, ὅταν, διὰ νὰ ὑπερασπίσῃ ἕνα Ἑβραῖον, ἐφόνευσε τὸν Αἰγύπτιον, χωρὶς νὰ φοβηθῇ τὸν θυμὸν τοῦ Φαραώ. Καὶ τοῦτο, διότι ἐπερίμενε μὲ πίστιν καὶ ἐγκαρτέρησιν τῆς βοήθειαν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, τὸν ὁποῖον ᾐσθάνετο παρόντα, σὰν νὰ τὸν ἔβλεπε μὲ τὰ σωματικά του μάτια.
28 Μὲ τὴν πίστιν ἔκαμε τὸ Πάσχα, τὴν θυσίαν τοῦ ἀρνίου, μὲ τὸ αἷμα τοῦ ὁποίου ἔχρισε τοὺς παραστάτας τῶν ἐξωτερικῶν θυρῶν τῶν οἰκιῶν τῶν Ἑβραίων, διὰ νὰ μὴ ἐγγίσῃ τὰ πρωτότοκα τῶν Ἑβραίων ὁ ἐξολεθρευτὴς ἄγγελος.
29 Μὲ πίστιν εἰς τὴν παντοδύναμον βοήθειαν τοῦ Θεοῦ διέβησαν οἱ Ἑβραῖοι τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, σὰν νὰ ἐπερνοῦσαν ἀπὸ ξηράν, ἐνῶ οἱ Αἰγύπτιοι, ὅταν ἐπεχείρησαν νὰ κάμουν τὸ ἴδιο, κατεποντίσθησαν καὶ κατεπόθησαν ἀπὸ τὴν θάλασσαν.
30 Διὰ τῆς πίστεως ἔπεσαν τὰ ἰσχυρὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς, ἀφοῦ προηγουμένως ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας τὰ περιτριγύριζαν κύκλῳ οἱ Ἰσραηλῖται.
31 Χάρις εἰς τὴν πίστιν της ἡ Ραάβ, ἡ πόρνη, δὲν ἐξωλοθρεύθηκε μαζῆ μὲ τοὺς ἀπειθεῖς συμπατριώτας της, διότι εἶχε δεχθῇ προηγουμένως μὲ εἰρήνην τοὺς Ἰσραηλίτας κατασκόπους, τοὺς ὁποίους εἶχε στείλει ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ.
32 Καὶ τί νὰ διηγοῦμαι ἀκόμη; Θὰ σταματήσω, διότι δὲν θὰ μὲ πάρῃ ὁ χρόνος, νὰ διηγηθῶ διὰ τὸν Γεδεών, τὸν Βαρὰκ καὶ τὸν Σαμψὼν καὶ τὸν Ἰεφθάε, διὰ τὸν Δαυῒδ καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς προφήτας.
33 Αὐτοί, χάρις εἰς τὴν πίστιν των, ἠγωνίσθησαν καὶ κατενίκησαν βασίλεια, ἤσκησαν δικαιοσύνην, ἐπέτυχαν τὴν πραγματοποίησιν τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν τὰ στόματα τῶν ἀγρίων λεόντων, ὅπως ὁ Δανιήλ, 
34 ἔσβησαν τὴν φοβερὰν δύναμιν τῆς φωτιᾶς, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες, διέφυγαν τὸν κίνδυνον νὰ σφαγοῦν μὲ μαχαίρια, ὅπως ὁ Ἠλίας, ἐδυναμώθησαν καὶ ἔγιναν καλὰ ἀπὸ ἀρρώστιες, ἀνεδείχθησαν κραταιοὶ καὶ δυνατοὶ εἰς τὸν πόλεμον, ἔκαμψαν καὶ ἔτρεψαν εἰς φυγὴν πολυάριθμα στρατεύματα ξένων ἐχθρῶν.
35 Μερικὲς γυναῖκες, χάρις εἰς αὐτὴν τὴν πίστιν, ἐπῆραν πάλιν ζωντανούς, διὰ τῆς ἀναστάσεως τοὺς νεκρούς των. Ἄλλοι δὲ ἐδέθησαν εἰς τὸ τύμπανον, εἰς τὸ φοβερὰ βασανιστικὸν ἐκεῖνον ὄργανον, χωρὶς νὰ δεχθοῦν τὴν ἀπελευθέρωσιν, ποὺ τοὺς ἐπρότειναν οἱ βασανισταί των, ἐὰν ἠρνοῦντο τὴν πίστιν των, καὶ ὑπέμειναν τὸ φοβερὸν μαρτύριον μέχρι θανάτου, διὰ νὰ ἐπιτύχουν καὶ πάρουν ἀνάστασιν ἀσυγκρίτως καλυτέραν ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν.
36 Ἄλλοι δὲ ἐδοκίμασαν ἐμπαιγμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη δὲ δεσμὰ καὶ φυλακήν.
37 Ἐλιθοβολήθησαν, ἐπριονίσθησαν, ἐπέρασαν μέσα ἀπὸ πολλοὺς πειρασμούς, ἀπέθαναν σφαγέντες μὲ μάχαιραν, περιήρχοντο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ φοροῦντες, ἀντὶ γιὰ ἐνδύματα, προβιὲς καὶ δέρματα γιδιῶν, στερούμενοι, θλιβόμενοι, ὑποβαλλόμενοι εἰς πολλὰς κακουχίας.
38 Τέτοιους ἁγίους δὲν ἦτο ἄξιος νὰ τοὺς ἔχῃ ὁ ἁμαρτωλὸς κόσμος. Ἐπεριπλανῶντο εἰς τὶς ἐρημίες, εἰς τὰ ὅρη, εἰς τὰ σπήλαια, εἰς τὶς τρύπες τῆς γῆς.
39 Καὶ ὅλοι αὐτοί, μολονότι ἔλαβαν τὴν καλὴν καὶ τιμίαν μαρτυρίαν, ὅτι εὐηρέστησαν εἰς τὸν Θεὸν χάρις εἰς τὴν πίστιν των, δὲν ἀπήλαυσαν πλήρως τὴν ὑπόσχεσιν τῆς λυτρώσεως καὶ τῆς οὐρανίου βασιλείας.
40 Διότι ὁ Θεὸς ἐπρόβλεψε δι’ ἡμᾶς κάτι καλύτερον· δηλαδὴ νὰ μὴ ἀπολαύσουν αὐτοὶ πλήρη τὴν τελείωσιν καὶ τὴν μακαριότητα χωρὶς ἡμᾶς (ἀλλ’ ὅλοι μαζῆ σὰν ἕνα πνευματικὸν σῶμα νὰ ἀπολαύσωμεν κατὰ τὴν δευτέραν παρυσίαν τὴν μακαριότητα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν).